Καρδιαγγειακά νοσήματα, παράγοντες κινδύνου και διατροφικές συνήθειες
Τα χρόνια νοσήματα και κυρίως τα καρδιαγγειακά είναι η κύρια αιτία θανάτου στις “δυτικές χώρες”. Το ίδιο φαίνεται ότι ισχύει και για την Ελλάδα. Νέα στοιχεία για τα χρόνια νοσήματα και τις διατροφικές συνήθειες του ελληνικού πληθυσμού προέκυψαν από την Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας (ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ.) που διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 4600 ατόμων του ελληνικού πληθυσμού. Η μελέτη αυτή διεξήχθη σε όλη τη χώρα και περιλάμβανε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Αντιπροσωπευτικότητα υπήρξε για τις ηλικιακές ομάδες 0-19, 19-65 και 65+ αλλά και ανά φύλο. Στοιχεία από τον πληθυσμό προέκυψαν από τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων και από την ανάλυση δειγμάτων αίματος
Τα αποτελέσματα των ενηλίκων της μελέτης έδειξαν ότι ενώ η θνησιμότητα της καρδιαγγειακής νόσου φαίνεται να ακολουθεί πτωτική πορεία τα τελευταία 20-30 έτη στην Ελλάδα, η νοσηρότητα και οι συναφείς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου έχουν αύξηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως δραματική.
Περίπου 5% των ανδρών και 2% των γυναικών έχουν υποστεί κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο, ενώ ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η εμφάνιση της νόσου δεν είναι πια προνόμιο της “τρίτης” ηλικίας, αλλά εμφανίζεται σε άτομα πολύ νεότερων ηλικιών, ακόμα και μικρότερα των 35ετών. Επίσης, 1 στους 5 έχει αυξημένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, ενώ λιγότεροι από τους μισούς φαίνεται να μπορούν να διαχειριστούν τις αυξημένες τιμές μέσω της φαρμακευτικής αγωγής. Αυξημένες τιμές λιπιδίων φαίνεται να έχουν περίπου 1 στους 4 Έλληνες, ενώ τα ποσοστά ξεπερνούν το 50% στα άτομα άνω των 60 ετών. Στους ενήλικες παρατηρήθηκαν υψηλά ποσοστά υπερβάλλοντος βάρους/παχυσαρκίας. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό των ενηλίκων με Δείκτη Σωματικής Μάζας (ΔΜΣ) >25 kg/m2 ήταν 47% ενώ το 32% είχε υπερβάλλον βάρος και στο 15% του δείγματος παρατηρήθηκε παχυσαρκία (ΔΜΣ >30 kg/m2).
Ο σακχαρώδης διαβήτης επιπολάζει περίπου στο 6-7% του πληθυσμού. Ένας στους πέντε Έλληνες ακολουθούσε πλήρως καθιστική ζωή, ενώ μόλις το 40% των ανδρών και των γυναικών είχε επαρκή επίπεδα σωματικής δραστηριότητας. Περίπου 1 στους 4 άνδρες και γυναίκες είχε έναν τουλάχιστον από τους κλασσικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, ενώ στα άτομα άνω των 40 ετών το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 50% του ελληνικού πληθυσμού. Το μόνο παρήγορο είναι το γεγονός ότι οι καπνιστικές συνήθειες φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί σε ποσοστά <40% τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, έναντι των ποσοστών 50% και άνω, που διαπιστώνονταν τις προηγούμενες δεκαετίες. Ανησυχητικό είναι όμως το φαινόμενο ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι άρχισαν το κάπνισμα από την ηλικία των 15 ετών.
Όσον αφορά στις διατροφικές συνήθειες και την πρόσληψη μακροθρεπτικών συστατικών, φάνηκε ότι ο ελληνικός πληθυσμός έχει διατροφικές συνήθειες που προσδίδουν λίπος, κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνη πάνω από τις συστάσεις. Βάσει των στοιχείων της ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ. τα κορεσμένα λιπαρά πρέπει
να μειωθούν κατά 30% στον υγιή γενικό πληθυσμό και κατά περίπου 50% στα άτομα υψηλού κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως οι υπερχοληστερολαιμικοί και οι διαβητικοί ασθενείς. Τρόφιμα που συνεισφέρουν στην υψηλή πρόσληψη είναι τα προϊόντα ζωικής προέλευσης. Αντίθετα, η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων παρατηρήθηκε ότι είναι χαμηλή. Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν ευεργετικές ιδιότητες και καλές πηγές πρόσληψής τους είναι οι ξηροί ανάλατοι καρποί και οι σπόροι, καθώς και τα λιπαρά ψάρια όπως η σαρδέλα, ο σολομός και το σκουμπρί. Χαρακτηριστικά,
η μελέτη έδειξε ότι η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων ήταν περίπου 5% επί της ενέργειας, όταν οι επίσημες συστάσεις πρόσληψης για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι 6-10%. Επιπλέον, η πρόσληψη φυτικών ινών ήταν για το συνολικό δείγμα της μελέτης περίπου 25 γραμμάρια την ημέρα όταν οι συνιστώμενες ημερήσιες προσλήψεις είναι 25-35 γραμμάρια, ενώ το 60% του πληθυσμού προσλάμβανε ποσότητες κάτω από την κατώτατη συνιστώμενη πρόσληψη. Από τα στοιχεία της μελέτης φαίνεται ότι δεν προκύπτει ιδιαίτερα υψηλή πρόσληψη από την τροφή χοληστερόλης trans λιπαρών και επιπρόσθετων σακχάρων, ως μέση πρόσληψη.
Η μελέτη υπέδειξε επίσης ότι υπάρχει χαμηλή πρόσληψη λιποδιαλυτών βιταμινών Α, Ε και Κ αλλά ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα υπάρχει με τη βιταμίνη D, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ λίγα τρόφιμα που είναι καλές πηγές της. Δεν είναι ιδιαίτερα κατανοητό τι σημαίνουν αυτά τα αποτελέσματα για την υγεία του πληθυσμού. Για παράδειγμα, η βιταμίνη Ε είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό και εμπλέκεται στη μείωση της οξείδωσης της LDL. Όμως είναι άμεσα συνυφασμένη με την πρόσληψη πολυακορέστων λιπαρών οξέων, γιατί είναι αυτά που είναι επιδεκτικά στις οξειδώσεις. Στην παρούσα όμως μελέτη η πρόσληψη πολυακορέστων είναι χαμηλή και επομένως είναι δύσκολο να συσταθεί σημαντική αύξηση στην πρόσληψη βιταμίνης Ε.Επίσης, η βιταμίνη Κ παίζει ρόλο στην πήξη του αίματος αλλά μπορεί να συντεθεί και ενδογενώς. Επομένως, από μόνη της η χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης Κ δεν υποδεικνύει πρόβλημα στην πήξη του αίματος και ανάλυση του χρόνου προθρομβίνης είναι απαραίτητη. Η βιταμίνη Α δεν απεκκρίνεται εύκολα και εναποθηκεύεται στο ήπαρ ενώ υψηλή πρόσληψη μπορεί να είναι τοξική. Μόνο τα στοιχεία της χαμηλής πρόσληψης της βιταμίνης D είναι τέτοια που υποδεικνύουν κάποια μορφή παρέμβασης σε πληθυσμιακό επίπεδο.
Στις υδατοδιαλυτές βιταμίνες του συμπλέγματος Β η πρόσληψη είναι ικανοποιητική, όμως χαμηλές είναι οι προσλήψεις του φυλλικού οξέος. Στις ΗΠΑ υπάρχει ήδη νομοθεσία που κάνει υποχρεωτικό τον εμπλουτισμό των αλεύρων με φυλλικό οξύ. Από τα ανόργανα στοιχεία χαμηλή πρόσληψη υπάρχει στο ασβέστιο, στο κάλιο και στο μαγνήσιο, ενώ χαμηλή πρόσληψη παρατηρήθηκε και στο σίδηρο στις γυναίκες σχεδόν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ο σίδηρος επίσης είναι ένα σημαντικό στοιχείο διότι λόγω της έμμηνης ρήσης ένα ποσοστό περίπου 10% των γυναικών έχουν ανάγκες υψηλότερες των συστάσεων. Αντίθετα, η πρόσληψη νατρίου ήταν υψηλή κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο υπέρτασης. Η συνολική πρόσληψη είναι ακόμα υψηλότερη γιατί σε αυτά τα ποσά δεν συνυπολογίστηκε η προσθήκη αλατιού κατά το μαγείρεμα ή/και στο τραπέζι.
Επομένως, τα στοιχεία της Μελέτης ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ υποδεικνύουν υψηλό επιπολασμό δυσλιπιδαιμιών, υπέρτασης και σακχαρώδη διαβήτη. Οι διατροφικές συνήθειες είναι επίσης σε πολλές περιπτώσεις προβληματικές. Η βιομηχανία τροφίμων πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των προϊόντων που παράγει ενώ το Υπουργείο Υγείας και άλλα συναρμόδια Υπουργεία, όπως το Υπουργείο Παιδείας, το Υπουργείο Γεωργίας και Τροφίμων και ο ΕΦΕΤ είναι σημαντικό και επιτακτικό να σχεδιάσουν προγράμματα παρέμβασης για τη βελτίωση της διατροφικής κατάστασης του πληθυσμού. Mε τον τρόπο αυτό θα γίνει εφικτό να μειωθούν τα χρόνια νοσήματα, να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής και να μειωθεί η οικονομική επιβάρυνση του Υπουργείου Υγείας για τη θεραπεία νοσημάτων, στα οποία, για την εκδήλωσή τους, η διατροφή παίζει σημαντικότατο ρόλο.
Πηγή: eelia.gr